- σφοδροτάτους
- σφοδρόςvehementmasc acc superl plσφοδρόςvehementmasc acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… … Dictionary of Greek
Ντίσελντορφ — (Dusseldorf). Πόλη (202.100 κάτ. το 1999) της Γερμανίας και πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας. Βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση στη συμβολή του Ρήνου με τον ποταμό Ντίσελ (από τον οποίο πήρε η πόλη την ονομασία της, που… … Dictionary of Greek
Ντόρτμουντ — (Dortmund). Πόλη (587.600 κάτ. το 2003) της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας. Βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Λίπι και Ρουρ, στην κεντρική ζώνη της ανθρακοφόρας λεκάνης του Ρουρ, στο νότιο άκρο της διώρυγας Ν. Εμς,… … Dictionary of Greek